- κλειδοφορία
- κλειδοφορία, ἡ (Α) [κλειδοφορώ]το να είναι κάποιος κλειδοφόρος*, το αξίωμα τού κλειδοφόρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… … Dictionary of Greek